- κόνισις
- κόνῑσ-ις, εως, ἡ,A exercise in the arena, δρόμου . . καὶ πάλης καὶ κονίσεως (v.l. κινήσεως) Arist.Cael.292a26.II f.l. for κόμμωσις (q. v.), Id.HA623b31.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κόνισις — κόνισις, ἡ (Α) [κονίω] άσκηση στην κονίστρα τής παλαίστρας … Dictionary of Greek
κόνισις — exercise in the arena fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κονίσεως — κονίσεω̆ς , κόνισις exercise in the arena fem gen sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)